- σουρτα-φερτά
- επίρρ. туда-сюда
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σούρτα φέρτα — τα, Ν 1. τα πηγαινέλα 2. συχνές επισκέψεις 3. μάταιη, άσκοπη ενέργεια, χαμένος κόπος («άφησε τα σούρτα φέρτα και στρώσου στη δουλειά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σούρ τα φέρ τα, προστακτ. τών ρ. σούρνω (βλ. λ. σέρνω) και φέρνω] … Dictionary of Greek
σούρτα φέρτα — το, τα το πηγαινέλα: Έφαγε τη μέρα με τα σούρτα φέρτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φέρτα — στη φράση «σούρτα φέρτα», το να πηγαινοέρχεται κανείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σύρ' τα φέρ' τα, το — και τα και σούρτα φέρτα, το και τα το πηγαινέλα: Δεν την αφήνουν τα σύρ τα φέρ τα να κάνει και καμιά δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)